- συγκλείω
- ΝΜΑ, και ιων. τ. συγκληΐω και αττ. τ. ξυγκλῄω Α [κλείω / κλῄω]κλείνω μαζίαρχ.1. κλείνω μέσα, περικλείω («αἱ συγκλείουσαι πλευραὶ τὸ στήθος», Αριστοτ.)2. περιλαμβάνω («συγκλείειν θεούς τῇ ὕλη», Πλούτ.)3. αποκλείω, φράζω («[ἡ πολεμία] ξυνέκληε διά μέσου», Θουκ.)4. (σχετικά με ενδυμασία, πέπλα κ.λπ.) σκεπάζω από όλες τις μεριές («κεῑται ξυγκεκλημένη πέπλοις», Ευρ.)5. μτφ. εμπλέκω (α. «εἰς παραπλήσιον γὰρ αὐτοὺς ἀγῶνα καὶ καιρὸν τὴν τύχην συγκεκλεικέναι», Πολ.β. «εἰς χαλεπὸν... συγκεκλεισμένος βίον», Μέν.)6. ενεργώ ώστε να εμπλακεί κάποιος σε φιλονικία και έχθρα7. κλείνω κάμπτοντας τα άκρα ενός αντικειμένου8. κλείνω σφιχτά (α. «ὦ δεινὰ λέξασ', οὐχὶ συγκλήσεις στόμα;», Ευρ.β. «τοὺς δ' ὀφθαλμοὺς συγκλεῑσαι», Δημοσθ.)9. (απλώς) κλείνω («πρὶν ξυγκλησθῆναι πάλιν τὰς πύλας», Θουκ.)10. (για τραύμα) επουλώνω11. πλησιάζω προς το τέρμα, κοντεύω να τελειώσω («ὥρας ἤδη συγκλειούσης», Πολ.)12. συμπυκνώνω («ξυγκλῄσαντες ἀνεχώρησαν εἰς τὸ ἔσχατον ἔρυμα τῆς νήσου», Θουκ.)13. ενώνω στενά μαζί14. τελειώνω («συγκλείειν τὸν λόγον», Απολλ. Δύσκ.)15. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ συγκλείωνο σιδηρουργός16. φρ. «συγκλείω τὰς ἀσπίδας» — πυκνώνω την παράταξη.
Dictionary of Greek. 2013.